ἰσοσκέλεια

ἰσοσκέλεια
ἰσοσκέλ-εια, ,
A having two sides equal; κατ' -ειαν in trine aspect, Ptol.Tetr.125.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισοσκέλεια — ἡ (Α ἰσοσκέλεια) [ισοσκελής] το να έχει κάποιος ή κάτι ίσα τα δύο σκέλη του ή τα αντίστοιχα μέρη του …   Dictionary of Greek

  • ισοσκελία — ἰσοσκελία, ἡ (Α) η ισοσκέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ἰσοσκέλεια*] …   Dictionary of Greek

  • ισοσκελικός — ή, ό [ισοσκελής] αυτός που αναφέρεται στην ισοσκέλεια («ισοσκελικό σημείο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”